- έφορος
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30 βιβλία, κατέγραψε από το πρώτο καθαρά ιστορικό γεγονός, την κάθοδο των Ηρακλειδών, και κάλυψε την ιστορία μέχρι την πολιορκία της Περίνθου (340 π.Χ.). Το έργο του, από το οποίο μόνο αποσπάσματα σώζονται, διακόπηκε με τον θάνατό του, αλλά το συμπλήρωσε ο γιος του, Δημόφιλος.
2. Ζωγράφος από την Έφεσο (4ος αι. π.Χ.). Λέγεται ότι ήταν δάσκαλος του μεγάλου ζωγράφου Απελλή.
* * *ο (ΑΜ ἔφορος)επιτηρητής, επόπτης, επιστάτης, φύλακαςνεοελλ.1. τίτλος δημόσιων υπαλλήλων που έχουν ως έργο την εποπτεία κρατικής υπηρεσίας όπως: α) «οικονομικός έφορος» — προϊστάμενος υπηρεσίας που ασχολείται με τη βεβαίωση και την είσπραξη τών φόρων που οφείλονται στο Δημόσιο από τους πολίτες ορισμένης περιοχήςβ) «έφορος αρχαιοτήτων» — ο αρχαιολόγος που επιβλέπει τη συντήρηση τών αρχαίων μνημείων και συλλογών, διενεργώντας και ανασκαφές μέσα στη δικαιοδοσία τουγ) «έφορος βιβλιοθήκης» — διευθυντής βιβλιοθήκηςδ) (στο παρελθόν) «έφορος υλικού πολέμου» — στρατιωτικός υπάλληλος που είχε εξομοιωθεί με αξιωματικό και είχε ως έργο τη φύλαξη και τη συντήρηση τού υλικού τού πυροβολικού2. (στην τουρκοκρατία) κάθε μέλος τής σχολικής εφορείαςμσν.εκκλ. επίσκοποςαρχ.1. καθένας από τους πέντε πολιτικούς άρχοντες στη Σπάρτη, που είχαν εξουσία και στους ίδιους τους βασιλείς2. τίτλος αρχόντων στην Αθήνα, καθώς και στη Θήρα, στην Ηράκλεια, σε πόλεις τών Ελευθερολακώνων και στη Μεσσήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. έφ-ορος < επί + -ὅρος (< ὁρῶ «βλέπω»)πρβλ. και φρουρός < προ + -ὁρός].
Dictionary of Greek. 2013.